Αγαπητή Α, μπα...

Το περασμένο καλοκαίρι ξεφυλλίζοντας την ηλεκτρονική έκδοση της LiFO έπεσα πάνω στην στήλη «Α, μπα;» και όπως λέει και ο αυτοκράτορας Κοντοπίδης, «τρελάθηκα!…» Πρόκειται για μια ιδιαίτερη στήλη, στην οποία οι αναγνώστες στέλνουν στην Λένα Φουτσιτζή οποιαδήποτε ερώτηση θέλουν.
Ακολουθώντας λοιπόν την παράδοση, απευθύναμε και εμείς τις δικές μας ερωτήσεις στην Λένα.
Λένα, πες μας δυο λόγια για σένα. Tα πράγματα που σου αρέσουν ή δεν σου αρέσουν, τις επιρροές σου.
Μου αρέσουν τα μακαρόνια με κιμά, οι ετοιμόλογοι, τα αναπαυτικά παπούτσια, τα εστιατόρια, το τζιν τόνικ, το Instagram. Δε μου αρέσουν οι διακοπές για διαφημίσεις, οι εγωκεντρικοί, τα γλυκά, το goop και η γκρίνια.
Αν και αρχιτέκτονας, ασχολείσαι και με την αρθρογραφία. Πώς προέκυψε το γράψιμο στην ζωή σου;
Περίπου αναγκαστικά. Πάντα το ονειρευόμουν, αλλά το τόλμησα μόνο όταν σταμάτησα να δουλεύω όπως δούλευα, λόγω της κρίσης.
Πριν από τρία χρόνια περίπου, ξεκίνησες την στήλη «Α, μπα». Τι σε ώθησε να τη δημιουργήσεις; Ποια είναι η ιστορία πίσω από το όνομα της;
Ένας χρόνος έχει κλείσει στη Lifo, αλλά το όνομα «Α μπα» μαζί με το πρώτο blog υπάρχει από το 2008. Οι ερωτήσεις-απαντήσεις ίσως να υπάρχουν τρία χρόνια, και δε θυμάμαι πώς μου ήρθε η αρχική ιδέα. Νομίζω ότι τότε βρήκα κατά τύχη μια ανάλογη στήλη με άμεσο και ειλικρινές ύφος που δεν είχα ξανασυναντήσει και σκέφτηκα «γιατί κανείς δεν λέει αυτό που πραγματικά πιστεύει;» Κι έτσι αποφάσισα να το κάνω εγώ.
Συνήθως οι συμβουλευτικές στήλες χαϊδεύουν και επιβεβαιώνουν για να προσελκύουν και άλλες ερωτήσεις. Τελικά φαίνεται ότι αυτό δεν είναι απαραίτητο. Υπάρχει πολύς κόσμος που εκτιμάει την αμεσότητα και την ξεκάθαρη στάση. Αρκετές υπεκφυγές αντιμετωπίζουμε στην καθημερινότητα.
Το «Α, μπα» υποδηλώνει τον άνθρωπο που ακούει με το ένα αυτί, ενώ με το άλλο παρακολουθεί τη συζήτηση των διπλανών, ή την τηλεόραση. Ο τίτλος μού φαίνεται ταιριαστός γιατί πάνω από όλα, πρέπει να μη με παίρνει κανείς στα σοβαρά. Ούτε και στην πλάκα. Πρέπει να με τοποθετεί ακριβώς πάνω στο όριο μεταξύ σοβαρού και αστείου. Ακόμα και όταν θυμώνω, θυμώνω για πλάκα. Δεν ξέρω πόσοι το καταλαβαίνουν αυτό. Ελπίζω πολλοί.
Η απήχηση που έχει η στήλη σου είναι πραγματικά εντυπωσιακή. Γιατί πιστεύεις ότι σε μια εποχή σαν τη σημερινή απευθύνονται σε σένα και δεν πληκτρολογούν απλώς τις ερωτήσεις και τους προβληματισμούς τους στο Google;
Για μερικές ερωτήσεις κι εγώ την ίδια απορία έχω. Οι περισσότερες απαντήσεις όμως δεν υπάρχουν στο Google. Πώς να ρωτήσεις το Google γιατί δεν είναι πια ερωτευμένος ο Βλάσης μαζί σου; Κάποτε βέβαια θα γίνει κι αυτό, θα υπάρχουν μηχανές που θα εξετάζουν τα δεδομένα και θα σου απαντούν: ο Βλάσης ξενέρωσε επειδή έβαλες κιλά. Αν αυτές οι μηχανές εξοπλιστούν και με χιούμορ, την πατήσαμε.
Η θεματολογία διαμορφώνεται αποκλειστικά από τις ερωτήσεις που σου στέλνουν. Ερωτήσεις που μπορεί να αφορούν το πώς να ξεπεράσεις μια ερωτική απογοήτευση ή ακόμη και το ρατσισμό που υφίσταται μια υπέρβαρη κοπέλα στην καθημερινότητα της.
Ξεκινώντας δεν περίμενα ότι θα διαβάσω και τόσο σοβαρές ερωτήσεις σχετικά με πραγματικά σημαντικά προβλήματα της ζωής. Δεν πιστεύω ότι μπορώ να κάνω πολλά, δυστυχώς, πέρα από μια γενική απάντηση που ποιος ξέρει κατά πόσο βρίσκει το στόχο της. Αυτό που με προβληματίζει δεν είναι τι θα πω εγώ -μια ασήμαντη γνώμη σε μια στήλη είναι, όπως όλες οι γνώμες- αλλά το γεγονός ότι υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν κάποιον να συζητήσουν ότι έχουν κατάθλιψη, ή ότι δεν αντέχουν τον ρατσισμό που υφίστανται λόγω του βάρους τους και δεν ξέρουν σε ποιον να το πουν. Τόσα ταμπού έχουμε; Τόσο πολύ φοβόμαστε τι θα πουν οι άλλοι; Τόσο λίγες είναι οι φιλίες; Τόση μοναξιά ή μόνοι μας παγιδευόμαστε;
Σε προβληματίζει ο αντίκτυπος που θα έχει η απάντηση που πρέπει να δώσεις;
Δεν βλέπω τα αποτελέσματα αυτών που γράφω, δεν ξέρω πόσοι τελικά διαβάζουν και τι επιτυχία έχει η υπόθεση, δεν αναλογίζομαι τον αντίκτυπο, γιατί αν το κάνω αυτό, θα χαθεί ο αυθορμητισμός που κινεί τη στήλη. Δεν θέλω να ακουστώ υπολογισμένη, σαν πολιτικός, δεν ζητάω αναγνώριση ούτε ζητάω την ψήφο, τη γνώμη μου λέω, και ο στόχος είναι κυρίως η διασκέδαση.
Η LiFO είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο στην επαγγελματική σου καριέρα. Δύο λόγια για αυτή σου τη συνεργασία;
Ήμουν –και είμαι– χρόνια μεγάλη φαν του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου (χρόοονια!) και πάντα διάβαζα ό,τι έκανε και όποιο έντυπο δημιουργούσε. Για πολύ καλή μου τύχη το καλό μου αστέρι, ο Άρης Δημοκίδης, τον οποίο είχα γνωρίσει μέσα από επίμονο stalking, επέμενε να ξεκινήσω να γράφω τα δικά μου κείμενα, γιατί εγώ ήμουν μεγάλη κότα και δεν θα το τολμούσα. Μετά ο Άρης έγινε διευθυντής στο site της Lifo και μου πρότεινε να ξεκινήσω ένα blog εκεί. Φαντάζεσαι τον ενθουσιασμό μου! Από τότε τα γραψίματα επεκτάθηκαν και σε άλλα blogs με τελευταίο το «Α μπα», όταν σκέφτηκα ότι πρέπει να κάνω μια στήλη που θα επικοινωνεί και θα έχει και λίγο πλάκα, χωρίς να είναι φτηνή. Το ίντερνετ είναι κυρίως επικοινωνία, ή τουλάχιστον θα έπρεπε να είναι.
Μεταξύ άλλων, γράφεις και για το «Food Daily» και από όσο ξέρω έχεις μια ιδιαίτερη σχέση με το φαγητό.
Με ενδιαφέρει να τρώω κάθε μέρα κάτι ωραίο, αυτό δεν ξέρω αν σημαίνει ότι έχω κάποια ιδιαίτερη σχέση. Δεν τρώω κάτι μόνο για να χορτάσω, δεν τρώω μηχανικά, δεν παίρνω κρουασάν από το περίπτερο, ας πούμε. Δεν εννοώ ότι τρώω ακριβά – εννοώ ότι δεν σαβουρώνω χωρίς σκέψη. Είναι πολύ μεγάλη απόλαυση το φαγητό για να παίρνω θερμίδες χωρίς αυτή.
Πώς ορίζεις τον όρο «γαστρονομία»; Σε ενδιαφέρει περισσότερο η δημιουργική κουζίνα;
Χρειάζεται να ορίσω εγώ τη λέξη, δεν έχει από μόνη της ορισμό; Με ενδιαφέρει κάθε είδους τεχνική, τα εντελώς παραδοσιακά φαγητά μέχρι τα πιο παλαβά ή αγνώριστα, φτάνει να είναι νόστιμα. Είμαι περίεργη για το φαγητό κάθε χώρας, αλλά όσο τρώει κανείς, τόσο βρίσκει ομοιότητες μεταξύ και των πιο μακρινών ηπείρων, παρά διαφορές. Όλοι οι φτωχοί της γης στα ίδια τεχνάσματα κατέληξαν, και όλοι οι πλούσιοι της γης με τις ίδιες σπατάλες ανέδειξαν τα υλικά τους. Εκτός από τους Γιαπωνέζους – οι Γιαπωνέζοι έχουν δει το φαγητό από εντελώς άλλη οπτική γωνία. Τόσο άλλη, που υποψιάζομαι ότι είναι εξωγήινοι.
Μένεις πια μόνιμα στην Καλιφόρνια. Πώς είναι η ζωή στην Αμερική;
Λοιπόν, δεν μένω πια μόνιμα στην Καλιφόρνια! Πριν από μια εβδομάδα μετακομίσαμε στη Νέα Υόρκη. Το «μόνιμα» είναι μεγάλη κουβέντα, ειδικά για έναν Έλληνα που ζει στην Αμερική. Για την ώρα είμαστε περαστικοί, θα δείξει.
Πιστεύεις πως έχει αλλάξει ο τρόπος που αντιλαμβάνεσαι ή αντιμετωπίζεις τα πράγματα από την εποχή που ήσουν στην Ελλάδα;
Ναι, έχει αλλάξει πάρα πολύ. Όλοι νομίζουμε ότι ξέρουμε τι θα πει Αμερική από τις ταινίες και τα νέα που φτάνουν ως εμάς: καπιταλισμός, ιδιωτικός τομέας, μοναξιά, σκληρός ανταγωνισμός. Όχι ότι δεν ισχύουν όλα αυτά, αλλά βλέπω και τα άλλα που ισχύουν, που δεν φτάνουν ως εμάς, αλλά έχουν κρατήσει την Αμερική σταθερά υπερδύναμη, όσο και αν δεν μας αρέσει, ό,τι και αν συνεπάγεται αυτό: κρατικό έλεγχο με μέτρο, μεγαλύτερη αξιοκρατία, δημοκρατικές διαδικασίες, συμμετοχή του πολίτη, δυνατότητες, συγκέντρωση έξυπνων ανθρώπων, πηγές αμφισβήτησης, τεράστιες επενδύσεις στην έρευνα. Νόμιζα ότι ήξερα πώς λειτουργούν τα πετυχημένα κράτη, παίρνοντας το παράδειγμα της Ευρώπης, αλλά η Αμερική έχει έναν δικό της τρόπο για να λύνει τα εσωτερικά της θέματα: τον casual, που είναι και αμερικανική λέξη. Πολύ τους πάω για το «casual». Αυτοί οι τύποι στην Ευρώπη δείχνουν παράδοση, αλλά οι εποχές είναι γρήγορες και όταν το παρακάνουμε, μας καθυστερούν.
Πώς φαντάζεσαι τον εαυτό σου σε δέκα χρόνια από σήμερα;
Ω, Θεέ μου, πολύ αμερικάνικη ερώτηση. Ιδανικά, ως μια νευρωτική Νεοϋορκέζα.
0σχόλια
Σχολιασμός άρθρου
Άλλα άρθρα
-
Γιατί εξαφανίζονται τόσα κορίτσια;
Γράφει η Αναστασία Πυλαρινού -
Ένα έτος Τζουμάντζι...
Γράφει η Αναστασία Πυλαρινού -
Η επάνοδος ( ; ) του ΙSIS
Γράφει η Αναστασία Πυλαρινού -
Το νούμερο 24
Γράφει η Αναστασία Πυλαρινού