Πωλ Κουδουνάρης
Κλικς σε "νεκρό"... χρόνο
Στολισμένοι σκελετοί, μαυσωλεία, σπάνιας τέχνης οστεοφυλάκια στα πιο απίθανα μέρη του κόσμου. Ο Πωλ Κουδουνάρης δεν φωτογραφίζει υψηλή ραπτική ή εντυπωσιακά τοπία του πλανήτη· αποτυπώνει πρωτόγνωρες ιστορίες από περασμένες εποχές που κανείς άλλος δεν είδε πριν απ’ αυτόν. Ο φωτογράφος, ιστορικός της τέχνης και εσχάτως συγγραφέας μίλησε στην Αναστασία Πυλαρινού και το Pragmatikotita.gr για το θέμα που του κέντρισε το ενδιαφέρον και τον έχει κατατάξει στους πιο ιδιαίτερους φωτογράφους του κόσμου.
Γεννημένος από Έλληνες της Κύπρου και μεγαλωμένος στο Λος Άντζελες των Ηνωμένων Πολιτειών, με διδακτορικό στην Ιστορία της Τέχνης από το φημισμένο πανεπιστήμιο του UCLA, ο Πωλ Κουδουνάρης εξομολογείται πως οι σπουδές του δεν του φάνηκαν χρήσιμες μέχρι τη στιγμή που αποφάσισε να δουλέψει σε μαυσωλεία περιτριγυρισμένος από ιερά οστά.
«Ξέρεις, είναι αστείο όταν σκέφτομαι πως στην ουσία τα πράγματα έχουν έρθει κάπως ανάποδα: όταν ξεκίνησα να γράφω βιβλία, θεωρούσα τον εαυτό μου ως έναν ιστορικό τέχνης που επίσης φωτογράφιζε. Τώρα με θεωρώ περισσότερο έναν φωτογράφο που ασχολείται και με την ιστορία της τέχνης».
Βρέθηκε να φωτογραφίζει στολισμένους σκελετούς εντελώς τυχαία, αγνοώντας τότε πως με αυτό τον τρόπο άνοιγε έναν τομέα των εικαστικών τεχνών που ουσιαστικά δεν υπήρχε. Εξοικειωμένος με διάσημα μαυσωλεία και χώρους ταφής, όπως τις κατακόμβες του Παρισιού, ξεκίνησε πριν χρόνια να ταξιδεύει στην ανατολική Ευρώπη ανακαλύπτοντας πολλούς ακόμη τέτοιους εκπληκτικούς –όπως ο ίδιος τους χαρακτηρίζει– χώρους που κανείς ποτέ δεν είχε επισκεφθεί ή είχε μιλήσει γι’ αυτούς. «Υποθέτω πως αυτό οφείλεται στο γεγονός πως η πολιτισμική σχέση που διατηρούμε με τον θάνατο άλλαξε πολύ τα τελευταία 200 χρόνια» τονίζει. «Αυτά τα μαυσωλεία και οι χώροι φύλαξης των οστών των νεκρών ήταν κάποτε μέρος του οπτικού πολιτισμού και ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της πνευματικής ζωής για πολλούς ανθρώπους. Θέλησα λοιπόν όλα αυτά να τα φέρω πάλι στο φως».
Τον ρωτάμε πως νιώθει όταν βρίσκεται ουσιαστικά αντιμέτωπος με ένα ιστορικό κειμήλιο: «Είναι ένα συναίσθημα πολύ όμορφο, ένα απίστευτο προνόμιο να βλέπω πως εδώ υπάρχει κάτι μοναδικό και να ξέρω πως εγώ θα είμαι ο πρώτος που θα το παρουσιάσει στον κόσμο».
Η μεγαλύτερη δυσκολία για τον ίδιο ήταν να προσπαθήσει να μπει στην ψυχολογία του κάθε τόπου. «Μπορεί να είναι μια βαθιά, εσωτερική διαδικασία όταν πρόκειται για ένα προσκύνημα που στεγάζει έναν νεκρό, ωστόσο είναι πάντα σημαντικό να απορροφήσω την ατμόσφαιρα ενός τόπου, να εκτιμήσω την αντίδρασή μου σ’ αυτήν, και όλο αυτό να το αποδώσω με κάποιο τρόπο στην φωτογραφία. Αυτό είναι που δίνει μια εκφραστική δύναμη στην φωτογραφία, αντί απλώς να φωτογραφίζεις ένα σωρό από κόκκαλα. Αυτή η δύναμη είναι παρούσα στις φωτογραφίες μου, έστω και συγκαλυμμένη, και εγώ προσπαθώ πάντα να την τονίσω. Και είναι πάντα πολύ ευχάριστο όταν έρχονται άνθρωποι και μου λένε ότι βλέποντάς τις ένιωσαν το ίδιο συναίσθημα που ένιωσα κι εγώ».
Για τις πρώτες φωτογραφίες του: «Ξεκίνησα να τραβάω φωτογραφίες από το λύκειο. Τότε δούλευα στην σχολική επετηρίδα και την εφημερίδα του σχολείου, και με έστελναν να φωτογραφίζω στους αγώνες ποδοσφαίρου και μπάσκετ».
Για την εκπαίδευσή του ως φωτογράφος: «Δούλεψα αρκετά με τα φιλμ, κι αυτό με βοήθησε πάρα πολύ ακόμη κι όταν είχα περάσει πια στις ψηφιακές μηχανές υψηλής ανάλυσης. Είναι περισσότερο η νοοτροπία που σε ωθεί να κάνεις κάτι σωστά με την πρώτη φορά, αντί απλώς να φωτογραφίζεις και να λες ότι θα φτιάξεις τις φωτογραφίες έπειτα με το Photoshop. Αυτό είναι κάτι πολύ σημαντικό για μένα καθώς όλα τα μέρη που φωτογραφίζω απαιτούν άδεια προσέγγισης, επομένως πρέπει να τα καταφέρνω καλά όταν έχω την ευκαιρία».
Για το συγγραφικό του έργο: «Το «Empire of Death» δημοσιεύτηκε το 2011 και είναι μια μελέτη πάνω σε μαυσωλεία, κυρίως του χριστιανικού πολιτισμού. Το 2013 δημοσιεύτηκε το βιβλίο μου «Heavenly Bodies», μια μελέτη πάνω σε διακοσμημένους σκελετούς από τις Κατακόμβες της Ρώμης. Παράλληλα, όλο αυτό τον καιρό, ασχολήθηκα πολύ με μελέτες πάνω σε άλλους πολιτισμούς: στην Αφρική, την Ασία, τη Νότια Αμερική. Όλο αυτό το υλικό το κρατώ για το επόμενο βιβλίο μου «Memento Mori». Θα εκδοθεί μάλλον μέσα στο 2014 και θα είναι για μένα το πιο σημαντικό από όλα τα βιβλία μου, γιατί θα συνδέσει όλη αυτή την έρευνα σε ένα παγκόσμιο επίπεδο».
Για τη δύναμη της φωτογραφίας: «Θεωρώ ότι οι πιο δυνατές εκφραστικά φωτογραφίες είναι αυτές που επιτυγχάνουν οι πιο ευαίσθητοι φωτογράφοι, εκείνοι που ανταποκρίνονται περισσότερο απέναντι σ’ αυτό που φωτογραφίζουν».
Για τις φωτογραφικές μηχανές που χρησιμοποιεί: «Η μηχανή που χρησιμοποιώ συνήθως (αυτή που χρησιμοποίησα και για τις λήψεις μακράς διάρκειας για το δεύτερο βιβλίο μου) είναι μια Canon EOS 5D III. Έχω όμως μαζί μου και μια Canon EOS 3, μια παλιά αναλογική μηχανή με φιλμ, διότι μ’αυτήν χρησιμοποιώ τους ίδιους φακούς και αξεσουάρ όπως και με την ψηφιακή. Ακόμη χρησιμοποιώ φιλμ όταν θέλω να τραβήξω σε ασπρόμαυρο, το προτιμώ από το να μετατρέπω τις ψηφιακές φωτογραφίες σε ασπρόμαυρες. Πάντως, για τα projects που μίλησα πριν χρησιμοποιώ γενικά πάρα πολλές μηχανές. Πειραματίστηκα με όλα τα είδη φωτογραφικών μηχανών μεσαίου φορμάτ, αν και εντέλει αυτό είχε και τα αρνητικά του, γιατί ο εξοπλισμός είναι πολύ βαρύτερος και δυσπροσάρμοστος στις διάφορες καταστάσεις απ’ ό,τι ένα απλό φιλμ 35mm».
Για το μέλλον του: «Ω, δεν έχω ιδέα! Ως άνθρωπος δεν σκέφτομαι γενικά πολύ το μέλλον, πιστεύω πως το παρόν είναι πολύ πιο ενδιαφέρον για μένα, για να ανησυχώ για το μέλλον. Μόλις πρόσφατα υπέγραψα ένα συμβόλαιο για μια τηλεοπτική εκπομπή που θα βασίζεται στα μέρη εκείνα που έχω συμπεριλάβει στις μελέτες μου. Επομένως, ποιος ξέρει, ίσως να χρειαστεί να επισκεφτώ ξανά πολλά από αυτά, ίσως πάλι να μην χρειαστεί να γίνει τίποτα τέτοιο».