Αϊβαλί: Μια ιδέα απ’τους «απέναντι»
Σίγουρα δεν περίμενα να «βουτήξω» στα βάθη της ανατολής φθάνοντας στο Αϊβαλί. Όλοι μου οι φίλοι και γνωστοί, άλλωστε, μου το περιέγραφαν ως κάτι πολύ απλό, δίχως πολλά ανατολίτικα στοιχεία. «Μια ημερήσια εκδρομή αρκεί για να δεις το Αϊβαλί» μου έλεγαν όλοι. Το ταξιδάκι από το λιμάνι της Μυτιλήνης δεν διήρκησε πολύ. Περίπου 1-2 ώρες. Ίσα ίσα για να δω από πού φαίνονται όλα αυτά τα φώτα που το βράδυ λαμπιρίζουν όταν κοιτώ προς τα τουρκικά παράλια καθισμένος στο φάρο του λιμανιού της λεσβιακής πρωτεύουσας. Η τούρκικη σημαία κυμάτιζε στο μικρό καραβάκι –θαρρώ Midilli (Μυτιλήνη) λεγόταν– όσο εγώ έφερνα στη μνήμη μου τα λόγια της προγιαγιάς μου: «Φεύγοντας άρον άρον το ΄22 από απέναντι, Κώστα, πετάξαμε όλο το χρυσό στο πηγάδι γιατί πιστεύαμε πως κάποτε θα γυρνούσαμε» μου είχε πει στα ενενήντα της και κάτι.
Το Αϊβαλί ανήκει στις αλησμόνητες πατρίδες. Το 1773 γνώρισε μεγάλη ακμή καθώς η οθωμανική διοίκηση έδωσε προνόμια στους χριστιανούς κατοίκους της πόλης. Οι Έλληνες άσκησαν επιρροή στην ντόπια οικονομία και σύντομα το κατέστησαν ένα πολύ σημαντικό εμποροβιομηχανικό κόμβο στη Μεσόγειο. Όμως με την ανταλλαγή πληθυσμών το ΄22 έφυγαν και τη θέση τους πήραν μουσουλμάνοι από την Κρήτη. Γι’αυτό αν τους μιλάς ελληνικά εκείνοι σου απαντούν σπαστά «Κρητικός είμαι κι εγώ». Τους λες “hello” και σου απαντάνε «γεια σου», λογικό, γιατί κάθε Πέμπτη είναι έτοιμοι να μας υποδεχθούν. Αυτή τη μέρα έχει καραβάκι για Αϊβαλί από τη Μυτιλήνη. Το ξέρουν και προετοιμάζονται οι «απέναντι». Το τελωνείο τους σύγχρονο, διαφορετικό από αυτό που είχαμε αφήσει πίσω στη Λέσβο. Μας έβαλαν σε μια σειρά, μας κράτησαν την ταυτότητα που θα παίρναμε ξανά πριν την αναχώρηση και μετά ξαμοληθήκαμε.
Κινήθηκα διαισθητικά με το μπούγιο των ταξιδιωτών. Άλλοι πήραν το λεωφορείο και άλλοι το ’κοψαν με τα πόδια. Εγώ επέλεξα το δεύτερο θέλοντας να πάρω μια ισχυρή δόση ανατολής. Με λύπη μου θα σας πω πως δεν την πήρα. Ούτε οι σημαίες που δέσποζαν σε κάθε σημείο που κοιτούσα -στην κορυφή κάθε ψηλού κτηρίου που στέγαζε κάποια δημόσια υπηρεσία- ούτε ο Κεμάλ τον οποίο κάθε ιδιοκτήτης μικρής ή μεγάλης επιχείρησης -ακόμη και καφετέριας- τιμούσε σαν εικόνισμα με έπεισαν πως βρίσκομαι στην Τουρκία. Ίσως το περίμενα αλλιώς. Δεν μου ήταν ξεκάθαρο αυτό που έβλεπα. Ένιωσα πολλές φορές πως αντίκριζα τη Μυτιλήνη απέναντι, στην άτακτη, στην αλλοπρόσαλλη μορφή της.
Περπάτησα για λίγο στην άνετη και ωραία προκυμαία και απαθανάτισα εικόνες από τους ψαράδες που ξεψάριζαν εκείνη τη στιγμή. Γυναίκες με τη μαντίλα, άνδρες ακροβολισμένοι στα παγκάκια κατά μήκος της θάλασσας να στριφογυρίζουν το κομπολόγι τους και λίγοι «κουστουμάτοι» που πηγαινοέρχονταν σε γρήγορους ρυθμούς συνέθεταν την εικόνα μιας πόλης που μάλλον διάγει βίο ημιαστικό. Δεν έμεινα όμως μόνο στο «περίβλημα». Δειλά δειλά τα βήματά μου με πήγαιναν και πιο μέσα. Όσο πιο βαθιά πήγαινα τόσο περισσότερο άρχιζε να μου αρέσει. Χρώματα και αρώματα μπλεγμένα με ανατολίτικους ήχους με οδηγούσαν σιγά σιγά σε ένα ταξίδι προς εκεί που ήθελα πραγματικά να πάω∙ στην παραδοσιακή Τουρκία. Ηλικιωμένοι να κάθονται στο πλατύσκαλο του σπιτιού τους και τα παιδάκια να παίζουν με μισοξεφούσκωτες μπάλες. Πολλές φορές ένιωσα πως είμαι σε μια παραγκούπολη καθώς όλα έμοιαζαν και ήταν φτωχικά. Έτσι είναι το Αϊβαλί. Μια λαϊκή περιοχή χωρίς φρου φρου και κοσμικότητες.
Όταν βρέθηκα έξω από ένα τζαμί, ένας γεράκος, θαρρώ «Ερχάν» τον έλεγαν χωρίς να παίρνω κι όρκο –άκουσα έναν φίλο του απλά να τον φωνάζει έτσι εκείνη τη στιγμή– μου έδειξε τη φωτογραφική, μετά τον οθωμανικό ναό και τέλος τα παπούτσια μου. Δε δίστασα να τα βγάλω και να μπω μέσα. Το εσωτερικό δεν ήταν τόσο εντυπωσιακό –τουλάχιστον τόσο όσο θυμάμαι εγώ από εκείνο το τζαμί που είχα επισκεφθεί στα Πομακοχώρια– τράβηξα μερικές λήψεις και αφού τον ευχαρίστησα κάνοντας μια μικρή υπόκλιση, συνέχισα την περιπλάνησή μου για να βρεθώ μέσα σε λίγα μόλις λεπτά στους πρώτους πάγκους του φημισμένου παζαριού. Τι θέλετε; Από πρίζες, χρυσαφικά, αρώματα και φρούτα μέχρι παιχνίδια, αγροτικά εργαλεία, ενδύματα, υποδήματα και ό,τι άλλο μπορεί να βάλει ο νους σας. Δεν ήταν λίγες οι φορές που κοντοστάθηκα πάνω απ’τα ξύλινα στασίδια όπου ο καθένας είχε απλώσει την πραμάτεια του, παζάρευα όσο μπορούσα και στο τέλος ψώνιζα το κατιτίς μου. Σχεδόν όλη την αγορά τη διέσχιζε το παζάρι. Ήταν πραγματικά εντυπωσιακό. Με μικρές τσαντούλες γεμάτες αναμνηστικά φορτωμένος, σουλάτσαρα στα στενορύμια του Αϊβαλιού ανάμεσα σε γεμάτες μυρωδιές από σούπες με καρυκεύματα και νόστιμες μοσχαρίσιες παραλλαγές. Ε, δεν αντιστάθηκα και αφού η ώρα ήταν ό,τι έπρεπε για μεσημεριανό, κάθισα σε ένα από τα πολλά εστιατόρια που κρύβονται πίσω από τις καφετέριες, στο μυχό της προκυμαίας.
Αρχικά η συνεννόηση ήταν δύσκολη καθώς ο σερβιτόρος δε μιλούσε γρι αγγλικά και επιχείρησε να μου εξηγήσει τι είχε το μενού στη γλώσσα του σώματος. Όταν αντιληφθήκαμε και οι δύο, όμως, πως ούτε αυτή αρκούσε για να παραγγείλω ένα πιάτο φαί, επιστράτευσε τον έτερο σερβιτόρο ο οποίος μου τα ’πε χαρτί και καλαμάρι και μάλιστα στα ελληνικά. «Τσουβλάκι μοσχαρίσιο, τσουβλάκι κοτόπουλο, ισκεντέρ», «ωπ, εδώ είμαστε» είπα. Το θυμάμαι αυτό το πιάτο από την Κομοτηνή όπου το είχα απολαύσει. Μοιάζει πολύ με το γιαουρτλού καθώς έχει όλα τα στοιχεία του: γιαούρτι, κόκκινο πιπέρι, πίτα κομμένη σε κύβους κλπ. Εδώ, βέβαια, μου φάνηκε κομματάκι βαρύ καθώς ο μοσχαρίσιος γύρος συνοδευόταν και από –μάλλον– κρεμμυδοζουμί το οποίο ναι μεν ήταν γευστικό αλλά σε «έστελνε». Το έφαγα με ευχαρίστηση ωστόσο και αφού πρώτα ήπια λίγο σαλεπάκι για τη χώνεψη κίνησα σιγά σιγά όντας βαρυστομαχιασμένος προς το τελωνείο. Η ώρα για την επιστροφή πλησίαζε. Καθώς βάδιζα προς εκεί έριχνα διερευνητικές ματιές στους παράδρομους της κεντρικής αρτηρίας μήπως βρω καμιά ενδιαφέρουσα εικόνα. Δεν μπορώ να πω πως ξετρελάθηκα απ’ό,τι είδα εδώ. Σίγουρα όμως μια ημερήσια αξίζει ως το Αϊβαλί. Αν υπάρξει μάλιστα επόμενη φορά, θα πάρω ένα μέσο μεταφοράς για να εκτιμήσω πιο πολύ τα τουρκικά παράλια. Να πάρω μια πιο έντονη «ιδέα» απ’τους «απέναντι» σε όλο το μήκος του Αιγαίου.