«Στη Σαλονίκη να γυρνάς…»
Εκεί όπου η σκέψη αδρανεί, εκεί όπου οι άνθρωποι βγάζουν το μεράκι τους απάνω στη ζωή τους, εκεί που στα απλά, στα κοντινά η καθημερινότητα κερδίζει τη μάχη με το χρόνο, στη Σαλονίκη, το καθετί είναι ανεπιτήδευτα αλλιώς.
Τώρα, που το ελληνικό μομέντουμ μοιάζει περισσότερο από ποτέ εσωστρεφές, που οι σχέσεις με τους γύρω μας περιστρέφονται γύρω από την αδιαφορία και την υποψία, αυτήν ακριβώς τη στιγμή, γυρνάω πίσω το χρόνο και ταξιδεύω νοητά στη Σαλονίκη: της Αθήνας την εξοχή. Μου το είχε πει εκείνος ο καλός μου φίλος στο στρατό: «Στη Σαλονίκη να γυρνάς όταν δε βρίσκεις ν’αγαπάς». Ήξερε τι έλεγε τότε. Όπως κι εγώ τώρα, μετά από αρκετά χρόνια που έχω να βρεθώ στη συμπρωτεύουσα, νοσταλγώ εκείνες τις νύχτες και τις μέρες στα 20 και κάτι που μπορείς να κάνεις ό,τι θες χωρίς να δίνεις λογαριασμό στον εαυτό σου. Κι όλα αυτά στη Σαλονίκη. Στην πόλη που τα βράδια προσποιείται πως κοιμάται και τη μέρα σε καλεί για να σε ξελογιάσει.
Είναι πολλοί εκείνοι οι φίλοι που μου λεν πως η Θεσσαλονίκη δεν είναι η ίδια. Άλλαξε. Μα νομίζω πως η Σαλονίκη είναι κάτι παραπάνω από πόλη. Είναι μια έννοια που λογίζεται ενίοτε κι ως στάση ζωής. Είναι σημείο αναφοράς στις εμπειρίες ακόμη και του πιο δεινού ταξιδιώτη.
Το καταλαβαίνεις κατεβαίνοντας την Αριστοτέλους από την Εγνατία προς την παραλία. Τις νύχτες που το έκανα, δε θα τις ξεχάσω ποτέ. Ήταν θυμάμαι Ιούλιος και περπατώντας στο πλακόστρωτο του πιο κεντρικού πεζόδρομου της πόλης με το φεγγάρι να με χτυπά απευθείας στα μάτια, ένιωσα τον ηλεκτρισμό της ασετιλίνης.
Είναι κλασάτη το πρωί και ερωτική το βράδυ. Ενίοτε και λίγο μπλαζέ. Αλλά σε καμία περίπτωση δεν κομπορρημονεί αναίτια. Γνωρίζουν οι παροικούντες τα ατού της κι ας παραπονιούνται, κι ας λένε πως είναι το αποπαίδι της πρωτεύουσας. «Ευτυχώς», θα πω εγώ που έμεινε ατόφια και μακριά από τα φώτα μια φθηνής μιντιακά πολιτικής υποκουλτούρας. Έχει βέβαια κι εκείνη τους γνωστούς πολιτικούς της. Όμως, γιατί να καταπιανόμαστε μ’ αυτά τώρα;
Περιμένω να περάσω τα φανάρια της Τσιμισκή και μυρίζω εκείνο το απερίγραπτο άρωμα. Τερκενλής. Να προτιμήσετε το γεμιστό τσουρέκι με κάστανο και με επικάλυψη άσπρης σοκολάτας.
Τα καφέ της πόλης, γεμάτα από νωρίς. Ίσως σήμερα να μη μου έκανε εντύπωση. Έλεγα μάλιστα τότε: «Μα καλά, πότε δουλεύουν;». Την απάντηση μου την έδωσε ένας φίλος σαλονικιός, πρόσφατα: «Μόνο λίγο καιρό ξαποσταίνουμε και ξανά προς τη δόξα (σ.σ. δουλειά) τραβάμε», μου είπε και συνέχισε: «μόνο που το “λίγο” στη Σαλονίκη είναι υποκειμενικό.» Τη λάτρεψα την ατάκα του.
Από εκείνες τις μέρες, έχω spots στο μυαλό μου.
Εύοσμος, Σταυρούπολη, Κορδελιό, Κάστρα, Καλαμαριά, Παραλία, Αριστοτέλους, Καρόλου Ντηλ, Τσιμισκή, Ναυαρίνου και πάει λέγοντας…
Και μουσικές, Μητροπάνος, Αλεξίου, Τερζής, Ρέμος κ.λπ.
Και γεύσεις, μπουγάτσα με κρέμα και Αγνό, στο τραπεζάκι. Μια σεμνή τελετή. Από τις κορυφαίες για μένα. Στην Άθωνος επίσης έτρωγα καλά.
Και ατμόσφαιρα και στιγμές και πρόσωπα και αναμνήσεις…
«Στη Σαλονίκη να γυρνάς έστω και νοητά φίλε».