Στη γη του Πελασγού...
Σερφάραμε σε διάφορους ιστότοπους ταξιδιωτικού ενδιαφέροντος αναζητώντας έναν ενδιαφέροντα χειμερινό προορισμό για μια ολιγοήμερη απόδραση από την Αθήνα.
Με βασικότερο κριτήριο τον χρόνο διαδρομής (μέγιστη διάρκεια 2 ώρες) αρχίσαμε να αφαιρούμε από τις διαθέσιμες επιλογές: η Αράχωβα απορρίφθηκε απευθείας, «αρκετά κοινότοπη επιλογή» σκεφτήκαμε. Επόμενη επιλογή τα Καλάβρυτα, τα οποία όμως είχαμε επισκεφτεί σχετικά πρόσφατα. Είναι αλήθεια πως ψάχναμε διακαώς για ένα μέρος που θα συνδύαζε την χειμερινή περιπέτεια με την ομορφιά του τοπίου: κάτι που ομολογουμένως διαθέτει η ορεινή Κορινθία• όμως κι αυτή η επιλογή τελικά απορρίφθηκε• αφήστε που τα Τρίκαλα Κορινθίας έχουν μετατραπεί εσχάτως σε upper class τουριστικό θέρετρο κάτι που αφαιρεί από την παλιά τους γοητεία.
Αν και οι ώρες που είχαμε καταναλώσει αναζητώντας την ιδανική επιλογή ήταν αρκετές, ωστόσο αυτό δε μας πτόησε και έτσι ο επιμένων –και σε αυτή την περίπτωση– νίκησε! Σε γνωστό ιστότοπο που διαθέτει προσφορές ξενοδοχείων βρήκαμε μια αρκετά οικονομική λύση διαμονής. Προορισμός; Η Καρύταινα. Περιοχή εξερεύνησης; Η ορεινή Αρκαδία!
Οι πληροφορίες για την περιοχή ξεπηδούσανε μπροστά μας με καταιγιστικούς ρυθμούς και η όρεξη για αναζήτηση όλο και μεγάλωνε. Ο προορισμός λοιπόν αποφασίστηκε, η κράτηση έγινε και το ταξίδι ξεκίνησε για τη γη του Πελασγού, γενάρχη των Αρκάδων όπως λένε οι αρχαίοι θρύλοι και παραδόσεις.
Μέρα Πρώτη
Η απόσταση ήταν 230 χλμ και οι στάσεις για διόδια έξι! Ευτυχώς η κατασκευή του αυτοκινητόδρομου Αθήνας-Καλαμάτας βρισκόταν σε πολύ καλό επίπεδο (αν εξαιρέσουμε τη έλλειψη φωτισμού) με άπειρα τούνελ, καλό οδόστρωμα και σήμανση και έτσι το ταξίδι ήταν άνετο.
Έπειτα από 2 ώρες διαδρομής πλησιάσαμε την Καρύταινα. Μπαίνοντας στο χωριό παρατηρήσαμε το φράγκικο κάστρο που δεσπόζει στον μεγάλο βράχο πάνω απο τον οικισμό. Μάθαμε αργότερα πως το λαμπρό αυτό παράδειγμα της βυζαντινής κυριαρχίας μετατράπηκε σε καταφύγιο και προμαχώνα κατά την Τουρκοκρατία. Ακριβώς δίπλα βρίσκεται ο βυζαντινός ναός της Παναγίας που ονομάστηκε αργότερα «εκκλησία του Κολοκοτρώνη». Επίσης σε πολύ κοντινή απόσταση από τη Καρύταινα βρίσκεται ο Λούσιος ποταμός και το σημείο που ο τοπικός σύλλογος προσφέρει δραστηριότητες rafting και kayak.
Το ξενοδοχείο βρισκόταν στην είσοδο του χωριού, πετρόκτιστο κι αυτό, όπως προστάζει η αρχιτεκτονική του τόπου, ολοκαίνουριο, με εξυπηρετικότατο προσωπικό. Σιγά σιγά άρχισε να μας φεύγει το άγχος για το αν θα πληροί τις προϋποθέσεις που ζητούσαμε. Το δωμάτιο αποδείχτηκε ιδανικό, ευρύχωρο, με διπλό ενιαίο κρεβάτι, τζάκι και καυσόξυλα χωρίς χρέωση. Την πρώτη μέρα στο χωριό την αφιερώσαμε σε ατέλειωτες βόλτες στα σοκάκια.
Μας έκανε φοβερή εντύπωση πως το χωριό φαινότανε εγκαταλελειμμένο. Άδειοι δρόμοι, μαγαζιά κλειστά. Ούτε ένα περίπτερο! Ούτε μια ταβέρνα! Δύο café-bar ήταν όλα κι όλα ανοιχτά, με τους ιδιοκτήτες τους εντός, μόνοι, να παρακολουθούν τηλεόραση. Μπαίνοντας σε ένα από αυτά η ηλικιωμένη ιδιοκτήτρια μας υποδέχτηκε θερμά και η κουβέντα δεν άργησε να ξεκινήσει.
«Πολύ λίγος κόσμος...» σχολίασα.
«Εμ νεαρέ μου, εμείς εδώ ζούσαμε από τους Αθηναίους που έρχονταν. Φτώχυνε η Αθήνα, φτωχύναμε κι εμείς» μου αντέτεινε γνέφοντας μελαγχολικά το κεφάλι της. Προσπαθώντας να κρύψω την αμηχανία μου, πέρασα γοργά στη επόμενη ερώτηση:
«Υπάρχει καμιά ταβέρνα εδώ γύρω που μπορούμε να φάμε κάτι ή κάποιο περίπτερο για τσιγάρα;»
«Για να βρεις ταβέρνα θα πρέπει να πας στο άλλο χωριό. Σε εμάς έχουν κλείσει. Όσο για τσιγάρα, στο βενζινάδικο στη γωνία» μου απάντησε. Να σημειωθεί πως το γειτονικό χωριό, αν και αρκετά μικρότερο, όντως είχε ανοιχτή ταβέρνα.
Μέρα Δεύτερη
Αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε τη μέρα μας νωρίς για να κατευθυνθούμε προς το χιονοδρομικό του Μαινάλου στην Οστρακίνα. Το πρώτο γραφικό χωριό που συναντήσαμε ήταν η Στεμνίτσα. Συμπτωματικά θυμήθηκα ένα ρεπορτάζ που είχα δει για την Σχολή Αργυροχρυσοχοΐας Στεμνίτσας και το πλήθος των νέων που έρχονται από την Αθήνα για να φοιτήσουν στη σχολή. Περνώντας μέσα από το χωριό, το οποίο ήταν σχεδόν αποκλεισμένο από τα χιόνια, μοιραία μου γεννήθηκε μια ενδόμυχη αναπάντητη απορία: θα μπορούσα ή όχι να ζήσω μόνιμα εδώ; Στη συνέχεια συναντήσαμε τη Δημητσάνα. Όμορφη, γραφική, πετρόκτιστη. Ήταν το πρώτο μέρος στο οποίο είδαμε κίνηση, κόσμο να κυκλοφορεί, ανοιχτά μαγαζιά και ένα εμπορικό αλισβερίσι. Καθόλη τη διαδρομή βρισκόμασταν σε υψόμετρο 1000 μέτρων, μέχρις ότου περάσαμε τη Βυτίνα όπου βρίσκεται και η πρώτη διασταύρωση για το χιονοδρομικό. Η Βυτίνα είναι η αντίστοιχη Αράχωβα για το Χιονοδρομικό του Μαινάλου. Χαρακτηριστικά μεγαλύτερη από τα υπόλοιπα χωριά, οικιστικά εναρμονισμένη με το τοπίο, με επιλογές ποιότητας σε καταλύματα, εστιατόρια, καφέ και ίσως το μοναδικό χωριό πανελλαδικά με εκκλησία, στον περιβάλλοντα χώρο της οποίας, μια πέτρινη επιγραφή μας πληροφορεί ότι βρισκόμαστε σε «υπερθαλάσσιον ύψος 1.030 μέτρων».
Η διαδρομή για το χιονοδρομικό είναι κάτι παραπάνω από μαγική. Μου θύμισε Ελβετία ή –αλά ελληνικά– Περτούλι. Ατελείωτο ελατοδάσος, κορμοί των είκοσι μέτρων που στα 1500 μέτρα νομίζεις πως αγγίζουν τον ουρανό και όλο αυτό το σκηνικό «ντυμένο» με ένα λευκό πέπλο. Βέβαια, δεν προλάβαμε να μείνουμε για πολύ σε αυτόν τον όμορφο κόσμο. Χρειάστηκε να «προσγειωθούμε» γρήγορα στην ελληνική πραγματικότητα αφού φτάνοντας στο χιονοδρομικό διαπιστώσαμε πως ήταν κλειστό. Πριν ολοκληρώσουμε την αναστροφή εντόπισα τον επιστάτη του καταφυγίου Οστρακίνας να παίζει με το σκύλο του στο χιόνι, μένοντας μόνος στο καταφύγιο, στα 1.500 μέτρα, αποκλεισμένος. Δεν μπόρεσα να αντισταθώ και τελικα τον ρώτησα:
«Συγγνώμη... γιατί είναι κλειστό το χιονοδρομικό;»
«Έλα ντε! Ρώτα αυτούς που το τρέχουν», μου απάντησε αποστομωτικά.
Στην επιστροφή ήμασταν περισσότερο βυθισμένοι στις σκέψεις μας παρά στην αγκαλιά της φύσης.
Μέρα Τρίτη
Η επόμενη ενδεδειγμένη διαδρομή της περιοχής ήταν προς την Ανδρίτσαινα. Την απόσταση των 30 χιλιόμετρων «έντυναν» γραφικά χωριά, πέτρινα βυζαντινά γεφύρια και καταρράκτες. Μιλάμε για μια παρατεταμένη γοητεία• έτσι εξηγείται και το γεγονός πως δεν αφήσαμε στιγμή τη φωτογραφική από τα χέρια μας. Είχαμε ακούσει πως στην Ανδρίτσαινα θα συναντούσαμε τις πρώτες πινακίδες για τον αρχαιοελληνικό ναό του Επικούρειου Απόλλωνα, τον οποίο σίγουρα αξίζει να θαυμάσει κανείς. Μετά από 15 χιλιόμετρα συνεχόμενων στροφών και ανηφόρας, φτάσαμε στο σημείο του Ναού.
Ο ναός του Επικούρειου Απόλλωνα βρίσκεται στα 1.130 μέτρα, στα βουνά μεταξύ Ηλείας, Αρκαδίας, Μεσσηνίας, μέσα σεπροστατευτικό στέγαστρο και χρονολογείται από τον 5ο αι. π.Χ. Μετράει 6 κίονες δωρικού ρυθμού στην πρόσοψη, 15 στις πλευρές και η κατασκευή του αποδίδεται στον Ικτίνο, τον αρχιτέκτονα του Παρθενώνα. Η θέα στο χιονισμένο τοπίο, με το ναό στη κορυφή του βράχου και το πλατό να απλώνεται μπροστά του είναι κάτι παραπάνω από συγκλονιστική!
Κατά την επιστροφή μας επιλέξαμε μία ταβέρνα-φάρμα κοντά στη Καρύταινα για φαγητό. Τις συστάσεις μάς τις είχαν κάνει οι υπεύθυνοι του ξενοδοχείου και τους εμπιστευτήκαμε. Στα 20 στρέμματα της φάρμας θαυμάσαμε τα ελάφια, τους φασιανούς, τις πέρδικες, τις πάπιες και τα αγριογούρουνα που σαφώς προορίζονταν για τους… πελάτες. Η διακόσμηση παραδοσιακή, με τους τοίχους να αχνοφαίνονται πίσω από το πλήθος των παλαιών αντικειμένων που κοσμούσαν τους τοίχους. Ανάμεσα στα μαγκάλια, τις παλιές ραπτομηχανές και τα καριοφίλια υπήρχε και μία γωνία με ξεχωριστό ενδιαφέρον.
Μέρα Τέταρτη
Την ημέρα της επιστροφής μας στην Αθήνα –και άρα στην πεζή μας πραγματικότητα– τα συναισθήματά μου ήταν ανάμεικτα. Από τη μία ένας προβληματισμός για την παραμέληση αυτού του τόπου και από την άλλη μια ικανοποίηση για την αγνότητα του τοπίου και των ανθρώπων. Την απονήρευτη ματιά των κατοίκων που διατηρούν προσιτές τις τιμές τους στα καταλύματα, στα εστιατόρια και στα μπαρ χωρίς να ρίχνουν το επίπεδο των υπηρεσιών τους. Που σε πλησιάζουν χωρίς ίδιον όφελος. Σου μιλάνε και σου προτείνουν το καλύτερο για ‘σένα∙ τον επισκέπτη. «Υπάρχει ελπίδα» σκέπτομαι. Βέβαια, τώρα που συμβαίνουν όλα αυτά, δεν υπάρχουν χρήματα για να τα ζήσουμε όπως εμείς θέλουμε.
Βλέπετε η pragmatikotita δεν είναι πάντα αυτή που επιθυμούμε.