Περί Έρωτος #2 (σχέσεων, αγάπης, σεξ και άλλων καθημερινών «ασχολιών»)

Ένας υπερτροφικός μπέμπης, ντυμένος με μια πάνα και μια άδεια φαρέτρα κρεμασμένη στο σβέρκο του, καθόταν σε ένα σκαμπό μπροστά από ένα μπαρ. «Κοινωνούσε» με ουίσκι και νερό και το πρόσωπό του έδειχνε σπασμένο, λες και είχε εκτεθεί σε χρόνια καταχρήσεων και στις υπεριώδεις ακτίνες του ήλιου.
Στα δάχτυλά του, καθώς τα κουνούσε επάνω στο iPad του, η στάχτη από το καμένο του τσιγάρο «κατρακύλησε» και διαλύθηκε επάνω στην οθόνη. Φύσηξε με τα σκασμένα του χείλια και κοίταξε τριγύρω καθώς στην οθόνη του εμφανίστηκε ένα άρθρο που αναφερόταν σε εκείνον. Ξεφύσησε, «κατέβασε» την τελευταία γουλιά από το ουίσκι του και ένωσε τα χείλια του φυσώντας με δύναμη. Ο μπάρμαν τον πλησίασε και γέμισε το ποτήρι του. Ο μπέμπης γύρισε το tablet προς το μέρος του και του είπε,
«πάλι με βρίζουνε και με κατηγορούνε. Αποδιοπομπαίος τράγος. Εγώ. Δεν κοιτάνε τις καμπούρες τους λέω εγώ. Αλλά βέβαια, είναι εύκολο να κατηγορείς τον τραγικό. Αναρωτήθηκε κανείς ποτέ αν μου αρέσει αυτή η καταραμένη ύπαρξη; Αναρωτήθηκε κανείς αν εγώ «φτιάχνομαι» από το φλέμα της Κασσάνδρας στο στόμα μου; Ή μήπως ένοιαξε ποτέ κανένα αν με γεμίζει η μοίρα που μου κέντησαν, από την οποία δεν μπορώ να ξεφύγω. «Φτύστε τον ανάμεσα στα σκέλια», είπαν όταν γεννήθηκα. Να ζει, να αναπνέει και να υπάρχει για να φέρνει τους ανθρώπους μαζί. Να τους «δένει», να τους «τρυπάει» με τα βέλη του. Εκείνος, μόνος του, να παίρνει χαρά από το να σμίγει δυο ανθρώπους. Λες και είναι το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο». Τα μάτια του μπάρμαν στράφηκαν σε μια παρουσία που είχε καρφώσει το δικό της βλέμμα επάνω του εδώ και μερικά λεπτά. Ξεφύσησε ο Έρωτας. «Μην κοιτάς. Δεν είναι για ‘σένα. Εσύ κοιτάς την εξωτερική εμφάνιση αλλά είναι όσο γεμάτη όσο ένα βάζο χωρίς λουλούδια» είπε στον μπάρμαν και έβρεξε τα χείλη του με το ουίσκι. «Δρομολόγιο χωρίς επιστροφή είπαμε, είναι ένα τέλος με ωραία διαδρομή» του τραγούδησε. Ο μπάρμαν τον πλησίασε και τον ρώτησε, «τότε τι στο διάκο κάνουμε εδώ αν δεν μπορούμε να το ζήσουμε κυρ Έρωτα; Πιες μερικά ακόμα και γέμισε τη φαρέτρα σου». Και ο Έρωτας ξεκίνησε τον μονόλογό του.
Να και πέταξα ψηλά, και είδα βλέμματα να ψάχνουνε καταφύγιο στη μοναξιά. Εκείνη που διάβαζε κάθε βράδυ το Μονόγραμμα και ήταν δοσμένη σε ένα έρωτα που ήξερε ότι δεν μπορεί να έχει. Όχι για κανένα άλλο λόγο, απλώς ήθελε να είναι εκεί, να ακούει το «Κλειστά τα στόματα» γιατί φοβόταν ότι άμα έφευγε από ‘κει μετά θα έπρεπε να βρει κάτι καινούργιο που θα την κάνει να νιώσει το ίδιο. Και οι κατηγορίες πέφτουν σύννεφο στις πλάτες μου. Χάνω φτερά, ακούς; Κάθε φορά που με στέλνετε στο πυρ το εξώτερο χάνω δύναμη από τις φτερούγες μου, ακούς; Κάθε φορά που με προσκυνάτε με πιάνει τρόμος ότι στο βωμό του ενθουσιασμού θα καταλήξετε, ακούς; Αλλά κανείς δεν ακούει. Καταραμένος από τα γεννοφάσκια μου να συνδέω ανόμοιους ανθρώπους. Βρε άνοιξε τα μάτια σου και μην εθελοτυφλείς. Αφού ξέρεις ότι δεν ταιριάζεις. Κοιτάξου στον καθρέφτη και δες. Γιατί παιδεύεσαι μου λες; Γιατί με τραβάς με μανία αφού είναι το σώμα που ζητάς. Η σάρκα είναι που σε τραβάει. Αν δεν είναι η σάρκα είναι επειδή δεν έχεις δουλειά, μένεις στο σπίτι με τους γονείς και είπες να βρεις μια ασχολία. Αν δεν είναι η σάρκα και η αεργία είναι επειδή θέλεις επιβεβαίωση και έχεις βαρεθεί να τραγουδάς συνέχεια «δεν τους αντέχω, ζευγαρωμένους και εγώ να μην έχω». Αν δεν είναι όλα αυτά, αν δεν εθελοτυφλείς, τότε βρίσκω το χωράφι και σπέρνω. Και άμα σπείρω μετά θερίζω. Αλλά που να προλάβω ο άμοιρος να θερίσω, αφού και αυτήν τη χαρά μου την πήρατε; Σας φέρνω δίπλα, δίπλα. Σας κάνω και ερωτεύεστε. Ξυπνάω μέσα στην καρδιά σας. Και φεύγω με ένα χαμόγελο αλά Τζόκερ, ξέρεις αυτό το μόνιμο, πετώντας δεξιά και αριστερά ψάχνοντας και άλλες καρδιές να «τρυπήσω». Θύματα θα πεις. Όχι φίλε μου. Το θύμα είμαι εγώ. Γιατί εκεί που έχω πιστέψει ότι κέρδισα δύναμη στα φτερά μου, έχασα μερικά κιλά από την περιφέρεια μου, εσύ τι κάνεις; Τι κάνεις σε ρωτώ; Απάντησέ μου! Να σου πω εγώ; Κοιτάς αλλού! Πώς μπορείς να κοιτάς αλλού; Πώς μπορείς να σκέφτεσαι να «παίξεις» με κάποιον άλλον πέρα από τον άνθρωπο που έχεις δίπλα σου; Τι εννοείς ότι «πιέζεσαι»; Από τι νιώθεις πίεση δηλαδή; Από τον άνθρωπο που υποτίθεται ότι ερωτεύτηκες και σου τα έδωσε όλα; Τι σημαίνει ότι θέλεις να παίξεις το παιχνίδι και ότι θέλεις να σε «φτύσουν» για να κολλήσεις; Δεν το κατάλαβα αυτό. Άνθρωπος είσαι ή γραμματόσημο; Τόσοι πολιτικοί σου έχουνε ρίξει φλέμα ανά τα χρόνια, γιατί θες και από τον άνθρωπό σου; Τι φοβάσαι; Δηλαδή πρέπει να είμαι συνέχει εκεί από πάνω σου για να «χαραμίζω» τα βέλη μου για να μην ξεχαστείς; Τι σημαίνει «μου πέρασε;», τι είναι δηλαδή, γρίπη; Ή την έχεις δει τραγουδίστρια; Ακόμα και εκείνης δεν της έχει περάσει όπως είδαμε από το βίντεο κλιπ της. Τι σημαίνει «ήταν απλώς σεξ και δε σήμαινε τίποτα»; Δηλαδή συγνώμη, όταν μπαίνεις μέσα σε έναν άνθρωπο ή μπαίνει σε εσένα μέσα δεν σημαίνει τίποτα γιατί ήταν απλώς σεξ; Τι εννοείς απλώς σεξ; Δεν σέβεσαι τον εαυτό σου; Το σώμα σου; Ή είναι τόσο δυνατή η δύναμη της σάρκας και του κενού που δε γεμίζει με τίποτα που επιδίδεσαι σε αυτού του είδους τις απολαύσεις μόνο; Ποιόν κοροϊδεύεις; Εμένα ή τον εαυτό σου; Δεν μπορώ να καταλάβω πως μπορείς να αντικρίζεις έναν άνθρωπο που έχετε μοιραστεί τόσες ωραίες στιγμές και τόσο όμορφα λόγια και το ίδιο βράδυ να μοιράζεσαι το σώμα σου ή ίδια λόγια με άλλους ανθρώπους. Ρε φιλαράκι, γιατί κατηγορείς εμένα ενώ τον μόνο που πρέπει να κατηγορήσεις είναι ο εαυτός σου; Γιατί δεν έχεις λίγο τσίπα ρε γαμώτο μου ή δείγμα ειλικρίνειας να παραδεχτείς ότι τη ξεφτίλα την έχεις στο ίδιο επίπεδο με το οξυγόνο και ότι ούτε φτύσιμο δε σου αξίζει τελικά; Αφού μου ζητάς να σου φέρω έναν άνθρωπο δίπλα σου, και αφού σου εκτελώ την κάθε σου επιθυμία, γιατί δεν λες ευχαριστώ και αντί για αυτό κάθεσαι και παίζεις με ταμπέλες, ψυχολογικά παιχνίδια, ψέματα και άμυνες; Γιατί περνάς τους άλλους από διάφορα εμπόδια λες και θα αναφωνήσει στο τέλος «για την Ελλάδα ρε γαμώτο»; Δηλαδή ποιοι νομίζετε ότι είστε τελικά; Και αφού κάποτε έρχεται η στιγμή που παίρνετε τη γεύση του «παιχνιδιού» σας, γιατί πίστεψέ με, θα την πάρεις τη γεύση με τη σειρά σου, τότε θα χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο και θα εκτιμήσεις πράγματα αλλά δυστυχώς θα είναι αργά. Και πίστεψέ με, αυτό το «ποτέ δεν είναι αργά» δεν ισχύει. Όταν φτάσει η στιγμή που θα συνειδητοποιήσεις τι είχες και τι έχασες θα είναι πάρα πολύ αργά. Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι γιατί κατηγορείς εμένα ρε φιλαράκι, ρε κοπελιά, από τη στιγμή που εσύ, με την ελεύθερη βούλησή σου αποφασίζεις και πράττεις ανάλογα; Εγώ τι σου φταίω; Συγγνώμη για τα γαλλικά μου αλλά, αφού την κάνεις τη μαλακία γιατί δεν έχεις και τα cojonas να την παραδεχτείς; Τι μου χαραμίζεις τα βέλη μου; Ούτε τυφλός είμαι, ούτε μυωπία έχω. Αν είσαι ψεύτης ή ψεύτρα τότε κάνε μου τη χάρη και άσε με στην ησυχία μου γαμώτο μου. Άμα δεν θες να είσαι κάπου, να έχεις έναν άνθρωπο δίπλα σου, να υπάρχει μια αποκλειστικότητα, μια ριμάδα κτητικότατα, ναι ρε κτητικότατα, έχεις πρόβλημα, ωραίο είναι, τότε σήκω και φύγε. Παραδέξου ότι δεν το έχεις, μη με κουράζεις και σήκω και φύγε. Στις μέρες μας ο σκύλος κατέληξε στον μπόγια και η πίτα μαμήθηκε από τον πιτσιρικά στο “American Pie”. Και να σου πω και κάτι τελευταίο; Τρελός δεν είμαι, εσύ με τρέλανες με την κυκλοθυμία σου και επειδή δεν ξέρεις τι θέλεις. Και αν σε κάνω να αισθάνεσαι ζωντανός για μια ημέρα, ένα μήνα, ένα λεπτό, κατάλαβε το επιτέλους ότι κάθε φορά που πληγώνεις αυτήν ή αυτόν που έφερα δίπλα σου, εγώ χάνω τη ζωή μου. Με έχετε καταντήσει χωρίς αξιοπρέπεια κάθε φορά που δεν με εκτιμάται. Με ποδοπατάτε κάθε φορά που παίζετε. Ακούς; Σε ‘σένα μιλάω που έχεις αγκαλιά τον άνθρωπό σου και δέχεσαι μηνύματα από αλλού. Φύγε. Σήκω και φύγε. Σταμάτα να με χρησιμοποιείς. Βαρέθηκα σου λέω. Ή φώναξε με επειδή το εννοείς ή πέσε με τη μούρη και άσε με στο ουίσκι μου, άσε με στο μπαρ το «Ναυάγιο» να τα λέω με έναν Άγιο.